ράδα

ράδα
(I)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ ῥόδα
ὅθεν καὶ ῥαδινή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το επίθ. ῥαδινός*].
————————
(II)
η, Ν
ναυτ.
1. ανοιχτό και ευρύχωρο αγκυροβόλι
2. ανοιχτός προλιμένας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”